-
1 оппозиция
оппозиция ж η αντιπολίτευση- быть в \оппозицияи αντιπολιτεύομαι* * *жη αντιπολίτευσηбыть в оппози́ции — αντιπολιτεύομαι
-
2 оппозиция
-и θ.1. αντίθεση, εναντίωση.2. αντιπολίτευση•парламентская оппозиция κοινοβουλευτική αντιπολίτευση•
научная оппозиция επιστημονική αντ ιπολιτευση.
-
3 оппозиция
1. (противодействие) η αντίθεση, η εναντίωση 2 (группа лиц, ведущая политику противодействия большинству) η αντιπολίτευση 3. (планет) астр. см. противостояние.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оппозиция
-
4 оппозициция
оппозицицияж ἡ ἀντιπολίτευση [-ις]. -
5 opposition
[opə'ziʃən]1) (the act of resisting or fighting against by force or argument: There is a lot of opposition to his ideas.) αντίθεση,εναντίωση,αντίδραση2) (the people who are fighting or competing against: In war and business, one should always get to know one's opposition.) αντίπαλοι,αντιπολίτευση -
6 оппозиция
[αππαζίτσυγια] οοσ. θ. αντιπολίτευση -
7 оппозиция
[αππαζίτσυγια] ουσ θ αντιπολίτευση -
8 фронда
-ы θ.1. κίνημα αστών και ευγενών κατά της απολυταρχίας τον 17ο αιώνα.2. μτφ. (γραπ. λόγος)• αντιπολίτευση. фронда -
9 opposition
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
10 kontrast
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
11 odpor
1) αηδία2) αντίθεση3) αντιπάθεια4) αντιπολίτευση5) απέχθεια -
12 opozice
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
13 protiklad
1) αντίθεση2) αντίθετο3) αντιπολίτευση -
14 opposition
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
15 opozycja
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
16 opór
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
17 przeciwieństwo
1) αντίθεση2) αντίθετο3) αντιπολίτευση -
18 przeciwstawienie
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση -
19 sprzeciw
1) αντίθεση2) αντιπολίτευση3) αντίρρηση
См. также в других словарях:
αντιπολίτευση — η 1. αντίθεση πολιτική ή κομματική, αντίπραξη: Και μέσα στο κόμμα που ανήκαν κι οι δυο τους έκανε αντιπολίτευση. 2. το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα κόμματα τα οποία δεν υποστηρίζουν την κυβέρνηση: Η αντιπολίτευση θα καταψηφίσει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek
Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek